- ανάχτιδος
- η , ο беспросветный, кромешный;
ανάχτιδο σκοτάδι — кромешная тьма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάχτιδο σκοτάδι — кромешная тьма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάχτιδος — η, ο ο χωρίς ακτίνες φωτός, σκοτεινός, ζοφερός … Dictionary of Greek